- Πυθαγόρεια
- Πῡθαγόρεια , Πυθαγόρειοςof P.neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυθαγόρεια σχολή — Μια από τις σπουδαιότερες φιλοσοφικές σχολές της αρχαίας Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Πυθαγόρα και έζησε πάνω από δέκα αιώνες, με περιόδους εξαιρετικής ακμής και περιόδους κατάπτωσης. Μεταξύ των άμεσων μαθητών του Πυθαγόρα, των λεγόμενων… … Dictionary of Greek
πεδαρτώ — άω, Α (πυθαγόρεια λ.) νουθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πυθαγόρεια λ. < πεδά* + ἀρτῶ] … Dictionary of Greek
Μοδεράτος — (1ος 2ος αι. μ.Χ.). Νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος από τα Γάδαρα. Έγραψε το έργο Πυθαγορικαί σχολαί σε έντεκα βιβλία, όπου προσπάθησε να εξηγήσει τις κύριες αρχές της μεταφυσικής θεωρίας του Πλάτωνα με την πυθαγόρεια διδασκαλία. Χρησιμοποίησε την… … Dictionary of Greek
Ίσις — I Αιγυπτιακή θεότητα Βλ. λ. Ίσιδα. II Τίτλος ελληνικών περιοδικών που εκδίδονταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν το 1898 στην Αλεξάνδρεια από τον Α. Ιερωνυμίδη. 2. Περιοδικό που κυκλοφόρησε από τον H.… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… … Dictionary of Greek
Τερψιχόρη — Η πέμπτη από τις 9 Μούσες της Πιερίας, προστάτιδα των χορικών και της ορχηστικής τέχνης. Την παριστάνουν πάντα να κρατάει ως σύμβολα πότε λύρα ή τρίγωνο, πότε αυλούς, κιθάρα ή ψαλτήρι. Είχε για ιερό φυτό της τον κισσό, και συνόδευε πάντοτε τον… … Dictionary of Greek
Υπερίων — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ένας από τους Τιτάνες. Παντρεύτηκε την αδελφή του Θεία. Από το γάμο αυτό είχε τρία παιδιά, τον Ήλιο, τη Σελήνη και την Ηώ. Ο Όμηρος τον ταυτίζει με τον Ήλιο. * * * ο / Ὑπερίων, ονος, ΝΑ, και Υπερίωνας Ν… … Dictionary of Greek
Υπεριονίς — ίδος, ἡ, Α 1. πυθαγόρεια ονομασία τής μονάδας 2. το θηλυκό τού αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑπερίων, ονος + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek